Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἡ ὑμετέρα ς

См. также в других словарях:

  • ὑμετέρα — ὑ̱μετέρᾱ , ὑμέτερος your fem nom/voc/acc dual ὑ̱μετέρᾱ , ὑμέτερος your fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμετέρᾳ — ὑ̱μετέρᾱͅ , ὑμέτερος your fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμέτερα — ὑ̱μέτερα , ὑμέτερος your neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • блаженьство — БЛАЖЕНЬСТВ|О (57), А с. Блаженство, высшее счастье: ми же... хотѩше бл҃жньства. и радости народа июдѣиска причастити. (τῆς μακαριότητος) ПНЧ XIV, 122б; кое. бл҃го пребывавшему в пощении. кое бл҃жньство въ страдании покорѩвшемсѩ. до послѣднего… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • богочьстиѥ — БОГОЧЬСТИ|Ѥ (35), ˫А с. Богопочитание, богобоязненность, благочестие: Аще къто отъ женъ мьнимааго ради богочьсти˫а остризаѥть главоу... да боудеть проклѩта. (διὰ ϑεοσέβειαν) КЕ XII, 88б; и всего ˫азыка б҃гочьстию повиньноую бывъшю. КР 1284, 377г; …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εκλαμπρότητα — η (Μ ἐκλαμπρότης) 1. η ιδιότητα τού έκλαμπρου 2. τιμητική προσφώνηση («η Εκλαμπρότης Σας», «η Υμετέρα Εκλαμπρότης») …   Dictionary of Greek

  • ενδοξότητα — η (AM ἐνδοξότης) η ιδιότητα τού ένδοξου μσν. (ως τιμητικός τίτλος) «ἡ ὑμετέρα ἐνδοξότης» …   Dictionary of Greek

  • εντιμότητα — η (Α ἐντιμότης) νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού έντιμου, τιμιότητα, ευσυνειδησία 2. ως τιμητική προσφώνηση («η Υμετέρα Εντιμότης», «η Εντιμότητά Σας») αρχ. η υπόληψη, η αναγνώριση τής αξίας …   Dictionary of Greek

  • ευσέβεια — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μάρτυρας. Μαρτύρησε με τη Σωσάννα. Η μνήμη της τιμάται στις 7 Ιουνίου. 2. Η αποκαλούμενη και Ξένη. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐσέβεια, Α και εὐσεβία και εὐσεβίη)… …   Dictionary of Greek

  • παίδευση — η (ΑΜ παίδευσις) [παιδεύω] 1. εκπαίδευση, αγωγή, παιδεία («Έλληνας καλεῑσθαι τοῡς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντας», Ισοκρ.) 2. το αποτέλεσμα τής εκπαίδευσης, οι γνώσεις, η μόρφωση («οὐ ζηλῶ σε τῆς παιδεύσεως», Αριστοφ.) μσν. φρ. «ἡ σὴ… …   Dictionary of Greek

  • παναγιστία — και παναγιστεία, ἡ (ΑΜ) (κατά τον Ησύχ.) «παντελής ἁγιότης» μσν. τιμητικό επίθετο τού πατριάρχη, παναγιότητα («τῇ ὑμετέρᾳ παναγιστίᾳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἁγιστεία «αγιοσύνη» (< ἁγιστεύω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»